άβλαφτος

άβλαφτος
-η, -ο [βλάφτω]
αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άδηκτος — η, ο (Α ἄδηκτος, ον) [δάκνω] αυτός που δεν τόν δάγκωσαν, ο αδάγκωτος αρχ. 1. άθικτος, απείραχτος, ανέγγιχτος, άβλαφτος 2. ο μη δηκτικός 3. (κυρίως για ξύλα) αυτός που δεν φαγώθηκε από σκουλήκια 4. απαθής, ασυγκίνητος, απρόσβλητος (από αγάπη, θυμό …   Dictionary of Greek

  • αδήϊος — ἀδήϊος και ἀδῇος και δωρ. ἀδάϊος, ον (Α) 1. αλεηλάτητος, απείραχτος 2. (για πρόσωπα) άβλαφτος, άθικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δήϊος] …   Dictionary of Greek

  • απρόσκοπος — (I) ἀπρόσκοπος, ον (Α) [προσκοπώ] 1. αυτός που δεν προβλέπει, μη προορατικός, αστόχαστος 2. ανεξερεύνητος, άγνωστος 3. απροσδόκητος. (II) ἀπρόσκοπος, ον (Α) [προσκόπτω] 1. αυτός που δεν προσκόπτει, που δεν σκοντάφτει 2. άμεμπτος, αθώος 3.… …   Dictionary of Greek

  • άβλαβος — άβλαβος, η, ο και άβλαφτος, η, ο αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, σώος, απαραβίαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακέραιος, -η, -ο — και ακέριος, ια, ιο 1. αυτός από τον οποίο δε λείπει τίποτε, σώος, άβλαφτος: Φτάσαμε στον προορισμό μας σώοι κι ακέραιοι. 2. τίμιος, άδολος: Ξέρω πως είναι άνθρωπος ακέραιος. 3. (στην αριθμητική), «ακέραιος αριθμός» λέγεται αυτός που δείχνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλύμαντος — η, ο απείρακτος, άβλαφτος: Οι σφραγίδες με το βουλοκέρι ήταν αλύμαντες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”